- κτενοειδές
- κτενοειδήςlike a comb.masc/fem voc sgκτενοειδήςlike a comb.neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα … Dictionary of Greek
κτενοβράγχια — (ctenobranchiata). Τάξη γαστεροπόδων μαλακίων της υφομοταξίας των προσωβραγχίων, η οποία έχει εκλείψει. Πρόκειται για θαλάσσια ζώα, των οποίων το δεξί βράγχιο ήταν κτενοειδές, ενώ το αριστερό ήταν ατροφικό. Λείψανα αυτής της υπόταξης βρίσκονται… … Dictionary of Greek